-
1 μεταυδάω
A speak among, and so address, in Hom. always c. dat. pl.,ἀθανάτοισι Od.1.31
;ἔπεα Τρώεσσι Il.8.496
;ἔπε' Ἀργείοισι 2.109
, cf. 18.139, al., and always in [ per.] 3sg. [tense] impf. μετηύδα, exc. [ per.] 1sg.μετηύδων Od.12.153
, 270;τοῖον ἔπος πάντεσσι μετηύδα A.R.2.773
.II later c. acc. pers., accost, address, ib.54, Mosch.4.61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταυδάω
См. также в других словарях:
μεταυδώ — μεταυδῶ, άω (Α) 1. αποτείνω τον λόγο σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον, μιλώ με κάποιον («ἔπεα Τρώεσσι μετηύδα», Ομ. Ιλ.) 2. (μτγν. με αιτ. προσ.) απαντώ σε κάποιον, αποκρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐδῶ «ομιλώ» (< αὐδή «φωνή»)] … Dictionary of Greek